- carcoso
- carcoso, sa (De carca3). adj. Perú. Mugriento, con suciedad del cuerpo.
Diccionario de la lengua española. 2015.
Diccionario de la lengua española. 2015.
carcoso — carcoso, sa. (De carca3). adj. Perú. Mugriento, con suciedad del cuerpo … Enciclopedia Universal
Καρκασόν — (Carcassonne). Πόλη (44.000 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Οντ (6.139 τ. χλμ., 309.770 κάτ.). Είναι χτισμένη στη συμβολή της διώρυγας της Μεσημβρίας με τον ποταμό Οντ, 80 χλμ. ΝΑ της Τουλούζ. Είναι αγορά αγροτικών… … Dictionary of Greek